- ἐπικαρπίζομαι
- ἐπι-καρπίζομαι, auszehren, aussaugen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επικαρπίζομαι — ἐπικαρπίζομαι (Α) εξαντλώ τα θρεπτικά συστατικά, αφαιρώ ή καταστρέφω την παραγωγική δύναμη («ἐπικαρπίζεται... ὁ αἰγίλωψ τὴν γῆν» το ζιζάνιο αφαιρεί τα θρεπτικά συστατικά τής γης, θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καρπίζομαι «εξαντλώ το παραγωγό… … Dictionary of Greek
ἐπικαρπίζεται — ἐπικαρπίζομαι draw the nutriment from pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)